Τάσος Λειβαδίτης: Σαν σήμερα γεννήθηκε ο ποιητής του έρωτα και της επανάστασης

«Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας νιώθουμε κάτω απ’ την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο σα να κρατάμε μες στα χέρια μας ολάκερο τον κόσμο»

Γεννημένος το 1922 στην γειτονιά του Μεταξουργείου, ο ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο επαναστάτης ποιητής, εκείνος ανυψώνει και εξυμνεί την καθημερινότητα, την πιο απλή στιγμή. Τα έργα του μέχρι και σήμερα επίκαιρα, ανέγγιχτα από τον χρόνο.

Με την ελπιδοφόρα και δυναμική γραφή του και τις υπαρξιακές του ανησυχίες, κάνει τον έρωτα ποίηση και τις πολιτικές και ανθρωπιστικές ιδέες του, όχημα για έναν καλύτερο κόσμο. Μια ανάσα αισιοδοξίας και ένα χέρι ενσυναίσθησης απέναντι στην βαρβρότητα. Ο ποιητής που μας έμαθε να πολεμάμε πάντα.

Μεγαλωμένος στο κέντρο της Αθήνας, από πολύ νωρίς βίωσε το σκληρό πρόσωπο της καθημερινότητας και βρέθηκε να αναμετριέται με το τι είναι δίκαιο και τι άδικο και τον αγώνα για επιβίωση. Με ταπεινότητα αλλά και πείσμα στράφηκε στο μονοπάτι της δημιουργίας.

«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων, εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου. Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας»

«Μάχη στην άκρη της νύχτας»

Η ενηλικίωση τον βρίσκει στην Νομική Σχολή Αθηνών και πολύ σύντομα οργανώνεται στην κομμουνιστική νεολαία του ΕΑΜ, την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), κόντρα στους καιρούς της Κατοχής. Η αντιστασιακή του δράση έντονη και αργότερα λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, το εμφυλιακό κράτος της Δεξιάς τον έστειλε εξορία, από το 1948-1952, στον Μούδρο, στον Άη Στράτη, στην Μακρόνησο και μετά στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Στην εξορία ήταν μαζί τον Γιάννη Ρίτσο, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Μάνο Κατράκη.

Το 1952, τον ερχομό του συνοδεύουν και οι ποιητικές του συλλογές, “Μάχη στην άκρη της νύχτας” και “Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας”, όπου γνώρισαν μεγάλη απήχηση από την προοδευτική αριστερά και έμελλε να διαμορφώσουν την ελληνική ποίηση.

Το 1972, εκδίδει το βιβλίο «Nυχτερινός επισκέπτης».

«Αὐτό το ἀστέρι εἶναι για ὅλους μας»

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.

Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

Οι στίχοι του ποιητή έχουν μελοποιηθεί από σπουδαίους συνθέτες, από τον Μίκη Θεοδωράκη («Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Σαββατόβραδο», «Δραπετσώνα» κ.α), τον Μάνο Λοϊζο, τον Μίμη Πλέσσα, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση κ.α.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω.

 

Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, σε ηλικία 66 ετών, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο.

Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».